-
1 κώλο-κώλο
(или του κώλου-κώλου) с) пятиться назад; б) елееле ползти;δεν τού βαστάει ο κώλο-κώλο του — он трус;
τον πέρασε απ' τού σκυλιού τον κώλο-κώλοο — он его смешал с грязью;
βρέξε κώλο-κώλοο, φάε ψάρι — посл, без труда не вытащишь и рыбки из. пруда;
ο ΰπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλο-κώλοους — посл, спать долго — жить с долгом